- ομοσιτος
- ὁμόσιτοςὁμό-σῑτοςὅ (тж. ὁ. μετά τινος Her.) совместно питающийся, сотрапезник Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ομόσιτος — η, ο (Α ὁμόσιτος, ον) αυτός που τρώει μαζί με κάποιον άλλο στο ίδιο τραπέζι, ομοτράπεζος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σῖτος (πρβλ. ολιγό σιτος)] … Dictionary of Greek
ὁμόσιτος — ὁμόσῑτος , ὁμόσιτος eating together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόσιτον — ὁμόσῑτον , ὁμόσιτος eating together masc/fem acc sg ὁμόσῑτον , ὁμόσιτος eating together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσιτος — ἄσιτος, ον (Α) ο νηστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σιτος < σίτος (πρβλ. οικόσιτος, ολιγόσιτος, ομόσιτος, κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομοσιτώ — (Α ὁμοσιτῶ, έω) [ομόσιτος] τρώω μαζί με κάποιον άλλο στο ίδιο τραπέζι, συντρώγω … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
ὁμοσίτοισι — ὁμοσί̱τοισι , ὁμόσιτος eating together masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοσίτους — ὁμοσί̱τους , ὁμόσιτος eating together masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόσιτοι — ὁμόσῑτοι , ὁμόσιτος eating together masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)